ζευγαρίζω

ζευγαρίζω
[ζευγάρι]
οργώνω με ζευγάρι βοδιών ή ίππων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζευγαρίζω — ζευγάρισα, οργώνω με αλέτρι που το σέρνουν ζώα: Όλη τη βδομάδα ζευγάριζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζευγάριστος — η, ο [ζευγαρίζω] (για εκτάσεις) αυτός που δεν ζευγαρίστηκε, ανόργωτος, ακαλλιέργητος …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών …   Dictionary of Greek

  • ζευγαρώνω — [ζευγάριο(ν)] 1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος 2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω 3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή τού είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια») 3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος 4. ζευγαρίζω*, οργώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”